συλλογές
αφιερώματα
χριστιανικά
μεσαιωνικά
χάρτες
ψηφιδωτά
χειρόγραφα
ζωγραφική
γλυπτική
εγκαταστάσεις/κατασκευές
χαρακτική
φωτογραφία
αρχιτεκτονική
σκίτσα/σχέδια
λαϊκές τέχνες
κριτικές/παρουσιάσεις

Designed by TemplatesBox
ΧΑΡΑΚΤΙΚΗ

Μιχαήλ Αγγελάκης

Σκέψεις του Μιχαήλ Αγγελάκη με αφορμή την έκδοση του βιβλίου
“Περί Εικονογραφικής Ιεραρχίας” του Κώστα Λουδοβίκου.
Γλυφάδα, Μάιος 2005.

Το πρώτον αγαπητοί φίλοι, ζητάω την επιείκεια σας ως προς αυτά πού θα πω, διότι ο εμός λόγος είναι φτωχός για να εκφράσει και να δείξει τα γραφόμενα του εκλεκτού φίλου και αδελφού εν Χριστώ, Κώστα Λουδοβίκου. Τι να πεις μπροστά στον χείμαρρο των μεστών νοημάτων και στον πλούτο των γλωσσικών παραθεμάτων, και στην απέραντη γνώση της καθ' ημάς ορθόδοξης παράδοσης. Το βιβλίο «Περί Εικονογραφικής Ιεραρχίας» των εκδόσεων «Δόμος», πέραν του περιεχομένου, το διαπερνά μία αισθητική του λόγου, χαρακτηριστική του Κώστα Λουδοβίκου, η οποία ξεπερνά τα όρια του πεζού λόγου, και φτάνει στο να γίνεται ποίηση. Πραγματικά! Η εκφραστικότητα των χρησιμοποιημένων λέξεων, η λεπτότητα των παρατιθεμένων νοημάτων, ο γλωσσικός πλούτος, ο αφαιρετικός λόγος, η δημιουργία και το πλάσιμο καινούργιων λέξεων, τα πλείστα όσα καλολογικά στοιχεία, για να θυμηθώ τον φιλόλογο των γυμνασιακών μου χρόνων, καθιστούν το βιβλίο αυτό συν τοις άλλοις και μία πρόταση ποιητική.

Άλλωστε πώς θα μπορούσε τάχα να πει κανείς και να γράψει για το απέραντο, για το απερίγραπτο, για το ανερμήνευτο, για το ανυπέρβλητο για το άϋλο, για το τα πάντα διαπερνών, και τα πάντα ζωοποιών, με λόγια πεζά, με λόγια της απλής λογικής, με λόγια του ένα και ένα κάνουν δυο. Δεν θα έλεγε τίποτα. Αυτά τα πράγματα, με τα όποια πραγματεύεται το βιβλίο δεν μπορείς να τα πεις έτσι. Αν ή τέχνη από την φύση της έχει μίαν βαθύτατη ιερότητα που πηγάζει από την εσωτερική αναγκαιότητα του άνθρωπου να εκφράσει ό,τι ωραίο αισθάνεται και έχει, ότι πνευματικά τον απασχολεί, ότι τέλος τον προβληματίζει στην συγκεκριμένη ιστορική ώρα της παρουσίας του, σκέπτομαι, πόσο περισσότερο χρειάζεται, η ιερότητα και η υπέρβαση της τέχνης σε μία άλλη διάσταση των πραγμάτων να επιστρατευτεί, για να εκφράσει μία άλλη πραγματικότητα υψηλότερα και σαφώς καθαρότερα της υπαρκτής εν τω κόσμω.

Το ιερό κέλυφος της εκκλησίας της αγωνιζομένης και επί της γης ευρισκομένης, εικονίζει και παρέχει πρόγευση της πολλαπλώς λεπτοτέρας και λαμπροτέρας εκκλησίας της Άνω Ιερουσαλήμ. Ό ζωγράφος της εκκλησίας καλείται με τον δικό του πνευματικό και καλλιτεχνικό αγώνα να αναδείξει και να απεικονίσει στην πρώτη την δεύτερη, διότι εικόνα της δεύτερης είναι η πρώτη. Εδώ τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Ή μάλλον είναι απλά και όχι απλοϊκά, υπό την έννοια της ευκολίας, του στυγνού και στεγνού επαγγελματισμού, πού τείνει να γίνει κυρίαρχος σήμερα. Δεν είναι μόνο η διάσταση των πραγμάτων που καλείται να εικονίσει ο καλλιτέχνης της εκκλησίας, είναι και η διάσταση του καλλιτέχνη πού καλείται να εικονογραφήσει την εκκλησία και είναι ακόμα και η διάσταση του εκκλησιάσματος που μέρος του είναι ο καλλιτέχνης. Και ως προς τον καλλιτέχνη μπορεί να λεχτεί μόνο με την φράση του Πεντζίκη πού αναφέρεται στα «προλογικά εντάφια σπάργανα». «Προσεύχομαι στα πράγματα για να μου δώκουν ζωή». Και ως προς το εκκλησίασμα με το «ήσαν ομοθυμαδόν τη προσευχή και τη δεήσει» έως ότου «επλήσθησαν άπαντες Πνεύματος Αγίου».

Η εικόνα είναι σύμφυτη με την ορθόδοξη εκκλησία, αφού η ίδια η εκκλησία είναι εικόνα και προτύπωμα της άλλης, της επουράνιας εκκλησίας. Η εικόνα στην ορθόδοξη πράξη δεν είναι κάτι το στατικό και το μονοσήμαντο. Δεν είναι καν μία απλή διακοσμητική κατάθεση επί των τοίχων του ναού. Είναι ζώσα παρουσία στα εδώ των επέκεινα. Είναι μία επικοινωνία του μέρους με το όλον, είναι καλύτερα η κοινωνία του όλου με το μέρος. Εδώ θα επικαλεστώ τα λόγια του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου από το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου. «Ιεραρχίαν ο φήσας, απάντων ομού συλλήβδην έφη ιερών διακόσμησιν, επικαλεσόμενος Ιησούν, την πασών ιεραρχιών αρχήν τε και τελείωσιν». Ποτέ στην Ιστορία της τέχνης το έργο τέχνης δεν έλαβε τόση μεγάλη τιμή και υπόσταση. «Οι πίνακες δι' άγραφου φωνής σιγώντες λαλούσιν τα πράγματα» όπως αποφαίνεται η 6η Οικουμενική Σύνοδος. Να γιατί αξίζει κανείς να μίλα και να γράφει για την ορθόδοξη εικονογραφία.

Ο φίλος ο Κώστας Λουδοβίκος, πιστεύω ότι έγραψε το βιβλίο «Περί εικονογραφικής ιεραρχίας», σαν προσευχή. Ή καλλίτερα το βιβλίο αυτό είναι η προσευχή του συγγραφέα. Γιατί είναι κατάθεση ψυχής και καρδίας. Γιατί δείχνει μία απόλυτη και άμεση συμμετοχή του συγγραφέα στην εν Χριστώ ζωή. Γράφει προσευχόμενος και προσεύχεται γράφοντας. Επαναλαμβάνει αυτό του Αββά Ισαάκ: «Θες εν εμοί αύξησιν της αγάπης σου, ίνα οπίσω του έρωτός σου έλθω εκ του κόσμου τούτου». Για μένα η ύπαρξη και μόνο αυτής της ποιότητας, στους άνυδρους καιρούς που ζούμε, και «με συμπτώματα κυνισμού, απογνώσεως και νεκρότητας» όπως γράφει ο ίδιος, αποτελεί λίαν ελπιδοφόρο μήνυμα.

Δεν είμαι ειδικός για να κάνω μία σωστή ανάλυση θεολογική ή λογοτεχνική. Άλλωστε και αυτό θα γίνει από εκλεκτούς και επαΐοντες. Θα πω μόνο μερικές σκέψεις ακόμα πού απεκόμισα διαβάζοντας το βιβλίο του οποίου τα κεφάλαια αποτελούν, όπως δηλώνει ο συγγραφέας, μεμονωμένες εργασίες πού έχουν γραφεί κατά καιρούς και πού βέβαια έχουν υποστεί την βάσανον του ξανακοιτάγματος. Όμως παρά το ότι αποτελούν μεμονωμένες εργασίες, και παρά το ότι ομιλούν για το ίδιο πράγμα εν τούτοις νοιώθει κανείς μία ατελείωτη ευχαρίστηση από τον λόγο της συμμετοχής στην δοξολογία της εικόνας. Είναι σαν το γάργαρο νεράκι πού αν και είναι απλό νεράκι και με την ίδια σύνθεση, όμως ευχαριστιέσαι να πίνεις και να πίνεις.

«Η καθ' υμάς ουν ιεραρχία λέγεται και εστίν η περιεκτική των κατ' αυτήν απάντων ιερών πραγματεία» και «Ταύτης αρχή της ιεραρχίας η πηγή της ζωής, η ουσία της αγαθότητος, η μία των όντων αιτία Τριάς, εξ ης και το ευ είναι τοις ούσι δι' αγαθότητα». Με τα λόγια αυτά ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, τοποθετεί την ιεραρχία εκεί πού είναι. Το κατ' εξοχήν ιερό, πού είναι και η αρχή κάθε ιερού, είναι η Αγία και ομοούσιος Τριάδα. Από εκεί αρχίζει και τελειώνει και εκπορεύεται και μεταδίδεται κάθε ιερόν.

«Και ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν, και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας.» Ίω. Α14. Λοιπόν και σαρξ εγένετο ό λόγος, και εσκήνωσεν εν ημίν, και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, πλήρης χάριτος και αληθείας ως μονογενούς παρά πατρός. Αυτόν λοιπόν που πήρε σάρκα σαν και μας, πού μπήκε μέσα μας, Αυτόν που είδαμε και ζήσαμε, Αυτόν με τις εικόνες μαρτυρούμε. Γι' αυτό η εικόνα αποτελεί μαρτυρία της ένσαρκης παρουσίας Του Θεού. Είναι βασική κολώνα της ορθοδοξίας. Γι’ αυτό και τόσοι αγώνες γίνανε για την καθιέρωση της. Έτσι λοιπόν με την εικόνα έχομε «εικόνα» της ιεραρχίας, και δια της εικόνας μετέχομε της ιεραρχίας.

Ο Κώστας Λουδοβίκος γράφει: «Το άλυτο αίνιγμα του λόγου της τέχνης και του λόγου της ζωής, με έναν τρόπο πολύ ευρύτερο της διαλεκτικής των σημαινόντων και σημαινομένων, στον χώρο της ορθόδοξης αγιογραφίας γίνεται όχι άλυτο αίνιγμα, όχι απρόσωπο σύστημα λογοκρατικού μυστικισμού απόλυτο, υπαινικτικό απόσταγμα ζωής και τέχνης, αλλά αυθεντικό είναι και αυθεντική δημιουργία. Μεταμορφώνεται σε βέβαιη, δημιουργική, ζωηφόρα προοπτική του θαύματος του αεί ευ συνείναι, σε χαρμόσυνη, λυτρωτική δόξα και αλήθεια της εικόνας και της αγιότητας. Η εικόνα περιέχει και υπερβαίνει την τέχνη, η οποία θέλγει και τυραννεί, και η αγιότητα περιέχει και υπερβαίνει τη ζωή η οποία θέλγει και τυραννεί. Ταυτόχρονα, και στην εικόνα και στην αγιότητα, κατά διάφορο λόγο, περιέχεται και η οδός, δηλαδή η οδός, η αλήθεια και η ζωή, που αρχίζοντας από τα παρόντα οδηγεί στα έσχατα και λέγεται υπερώνυμη απόλαυση του παντός, υπερούσια ειρήνη, μονή και πήξις και βασίλειο θειο και στάσιμος ταυτοκινησία....»

Πραγματικά αξίζει να διαβάσουμε και να ξαναδιαβάσουμε αυτό το βιβλίο. Γράφει για τον καλλιτέχνη της εκκλησίας και για την ταπείνωση που αρμόζει στον διακονούντα την αγία τέχνη: «Δημιουργοί, στους οποίους έχει δοθεί εκείνο επίσης το θείο και μυστηριώδες κάτι, δηλαδή οι απροσδιόριστοι παράγοντες μίας ανεξήγητης ψυχικής αλχημείας, το χάρισμα μίας πνευματικής, αποκαλυπτικής αισθήσεως και διαισθήσεως, μίας λεπτής, πραγματιστικής ποιητικότητας, η ρυθμολογική επιθυμία και δύναμη της εικονοποιίας. Ποιότητες και πράγματα δηλαδή τα όποια δεν διδάσκονται, αλλά στα όποια ανάγεσαι μυσταγωγούμενος και αγνώστως ψηλαφείς το μυστήριό τους. Υπάρχουν λοιπόν τέτοια ταλέντα φυσικής προίκας που μέσα στη σταυροαναστάσιμη εκκλησιαστική κοινότητα και αίσθηση, αφού απελευθερώθηκαν από το ψευδές μεγαλείο και παραιτήθηκαν από τη φαντασία του ανεξέλεγκτου, ιδιωτικού κομπασμού, αναστήθηκαν ως χαρίσματα πρωτότυπης και ανεπανάληπτης ιδιοπροσωπικής, δηλαδή εκκλησιοπροσωπικής δημιουργίας.»

Ο καλλιτέχνης λοιπόν της εκκλησίας έχει αυξημένη ευθύνη ως προς την επιμέλεια και την προσοχή που πρέπει να επιδείξει στην εκτέλεση του έργου του αφού ή εικόνα είναι δίαυλος αμφίδρομης επικοινωνίας. Όταν επί πλέον, η εικόνα εννοιολογικά ανάγεται στην άναρχον, ομοούσιον και αδιαίρετον Τριάδα.

- Λέγει άγιος Γρηγόριος Νύσσης σημειώνοντας στις ενδοτριακές σχέσεις το ομοούσιόν της θείας ουσίας και το τρισσόν, τη διάκριση των υποστάσεων: «Ο μεν Υιός εν τω πατρί, ως το επί της εικόνος κάλλος εν τη αρχετύπω μορφή, ο δε Πατήρ εν τω Υιώ, ως εν τη εικόνει αυτού το πρωτότυπον κάλλος». Ως προς την σχέση της εικόνας με το πλήρωμα της εν γη εκκλησίας ο συγγραφέας μας δηλώνει την τεράστια σημασία που έχει. Σας διαβάζω ένα μικρό απόσπασμα από το κεφάλαιο «Ορθοθεοεικονοδοξολογία»:

«Η μυστηριακή λειτουργικότητα της εικονιστικής των εικόνων είναι ταυτόχρονα μαρτυρία σωτηριολογική, όπως και οι εικονιζόμενοι Άγιοι, οδοποιούντες τη λειτουργική μυστηριακή ενότητα του σώματος του Χρίστου, ταυτόχρονα αποτελούν σωτηριολογική μαρτυρία, συντελούντες δια των πρεσβειών τους στην οικείωση της χάριτος του Θεού από την αγωνιζόμενη Εκκλησία. Γι αυτό λοιπόν η εικόνα, από τη σύλληψη της μέχρι την εκτέλεση της και την προσκύνηση της, αποτελεί ένα αναστάσιμο κλέος το όποιο εκπορεύεται, αλλά και απευθύνεται, προς την ευχαριστιακή κοινότητα και τη λειτουργική, μυστηριακή, πανενότητα του σώματος του Χρίστου, του σώματος της εκκλησίας. Συνεπώς στην ορθόδοξη εικόνα ιεροπλαστουργείται όντως, ως ιεραρχημένη ενότητα, ο δεσμός της αλήθειας μέσα στο κάλλος και το φίλτρο του κάλλους μέσα στη αλήθεια, σε αντίθεση με τις μεσαιωνικές ευρωπαϊκές και εντεύθεν επινοήσεις.»

Και συνεχίζει παρακάτω:

«Τον δεσμό της αλήθειας και του κάλλους δεν τον πλάθει ή καλλιτεχνική υπακοή στους κανόνες μίας εγκόσμιας καλλιτεχνικής λειτουργίας αλλά τον χαλκεύει ιεραρχικά ή εν μεθεκτική ελευθερία συνάφεια της θεανθρώπινης εικονιστικής...»

Παρακάτω δεν έχω να πω τίποτα. Θα πω μόνο τον τίτλο του κεφαλαίου, που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι τίτλος ολόκληρου του βιβλίου: «Το προσωπικό μυστήριο της Θεανθρώπινης ωραιότητας αρδεύει την Ορθόδοξη Βυζαντινή τέχνη»......Διότι ή καλλονή των πραγμάτων έχει να κάνει με τη άκτιστη χάρη, με το μηδέποτε εξαντλούμενο και μετρούμενο - κατά τον Μ. Βασίλειο - των κτισμάτων.

Ένας απέραντος λυρισμός, μία δοξολογία απαλή, γλυκιά και ευφρόσυνος αγκαλιάζει τον λόγο περί της εικονογραφικής ιεραρχίας. Θα μπορούσε να γράψει κανείς άλλο ένα βιβλίο αναλύοντας τους λεπτούς και στο Άγιο Πνεύμα λουσμένους λογισμούς που θησαυρίζονται στο βιβλίο. Φοβάμαι όμως ότι θα σας κουράσω. Άλλωστε πιστεύω ότι περιδιαβαίνοντας στις σελίδες του θα βρείτε σπουδαιότατα πράγματα που θα σας γεμίσουν την ψυχή. Εσείς ξέρετε καλλίτερα ποια θα διαλέξετε, σε ποια θα σταματήσετε, σε ποια θα ξεκουραστείτε. Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου μπορείτε να ψηλαφίσετε, να χαρείτε και να προσκυνήσετε φωτογραφίες από επιλεγμένες ορθόδοξες εικόνες αλλά και έργα της παγκόσμιας εικαστικής παρουσίας. Ακόμα θα δείτε και εικόνες φιλοτεχνημένες από τον ίδιο τον συγγραφέα που η ενασχόληση του με την τέχνη του χρωστήρα αποτελεί μία παράλληλη και εξ ίσου αξιόλογη προσφορά. Θα μου επιτρέψετε ακόμα, έτσι σαν επίλογο, να σταθώ και να σας διαβάσω δυο σημεία από το βιβλίο:

«ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ Μ ΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ» σελ. 116 « Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας, είτε αγιογραφεί, είτε συγγράφει, είτε ομιλεί, είτε υμνωδεί, είτε μελωδεί, είτε κατασκευάζει, είτε νοεί, είτε όραται, είτε κηρύττει, πάντοτε εικονοθεολογεί και λογοθεοεικονίζει θεοεικονολογώντας και θεολογοεικονίζοντας. Και παραμένει κατ' ουσίαν αποφατική, λουσμένη μέσα στο ύδωρ της σοφίας, μέσα στο αίμα της «άπταιστου γνώσεως», κατά τον άγιο Μάξιμο, και μέσα στο πυρ των θεοφανειών και των θείων νοημάτων σύμφωνα με τον μυστικό συμβολισμό των επουρανίων στα επί της γης, κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη τον Θεολόγο. Διακονεί η Εκκλησία το μέγα μυστήριο της θεοκοινωνίας και ανακράσεως κτιστού και ακτίστου δια του Ιησού Χρίστου, ο οποίος είναι αρχή και μεσότης και τέλος, Μέγας Αρχιερεύς συν τω Πατρί εν Αγίω Πνεύματι. Διακονεί στη μεταχωρητική σιωπή την υπερτέραν πάσης φωνήσεως, στους γάμους της άληκτης των εσχάτων θεανθρωποχαράς, η οποία διαρκώς εισέρχεται δια της πύλης της Εκκλησίας στα λογικά πλάσματα, και δι' αυτών, δηλαδή μέσα από τη δημιουργική, μυητική ενέργεια αυτών, σε όλο το κτιστό....

Το δεύτερο σημείον είναι μικρότερο. Θα πάρω τα σοφά λόγια του Άγιου Μάξιμου του Ομολογητού από το κεφάλαιο «Η Αγιογραφία» σελ. 213

«Εφ' όσον ουν χρόνον εσμέν εν τω κοσμώ τούτω, εν Αιγύπτω άγομεν το Πάσχα των καθ' άμαρτίαν κηλίδαν εκκαθαιρόμενοι... »

Φίλε Κώστα
Χαίρεται κατάβαθα η καρδιά μου που υπάρχει αυτό το βιβλίο. Χαίρομαι που υπάρχεις εσύ που θα μας χαρίσεις και αλλά παρόμοια και αξιόλογα δημιουργήματα. Η εικόνα είναι προσευχή με χρώματα και σχήματα. Μόνο προσευχή της πρέπει. Και όσο βρισκόμαστε στον κόσμο, στη νοητή Αίγυπτο της δουλείας, ας ετοιμαζόμαστε το Πάσχα. Και είναι η εικόνα Πάσχα, είναι μετάβαση των εδώ στα επέκεινα και, των επέκεινα στα εδώ. Ας παρακαλούμε Τον Κύριο, σωστή την διακονία μας να επιτελούμε.

Αμήν.