συλλογές
αφιερώματα
χριστιανικά
μεσαιωνικά
χάρτες
ψηφιδωτά
χειρόγραφα
ζωγραφική
γλυπτική
εγκαταστάσεις/κατασκευές
χαρακτική
φωτογραφία
αρχιτεκτονική
σκίτσα/σχέδια
λαϊκές τέχνες
κριτικές/παρουσιάσεις

Designed by TemplatesBox
ΚΡΙΤΙΚΕΣ / ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ


ΝΑΝΩ ΧΑΤΖΗΔΑΚΗ
καθ. Βυζαντινής Αρχαιολογίας

Η μελέτη της συλλογής Βελιμέζη – Προλεγόμενα
Απόσπασμα από τον κατάλογο της Συλλογής Βελιμέζη, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 1997.


Ο Αιμίλιος Βελιμέζης, συμμετέχοντας στη στροφή των πνευματικών ανθρώπων της εποχής του προς το βυζαντινό παρελθόν, άρχισε τη συγκρότηση της συλλογής των εικόνων του στα χρόνια που ήταν συνεργάτης και προσωπικός φίλος του Αντωνίου Μπενάκη, από το 1934 έως τον αιφνίδιο θάνατό του τον Ιανουάριο του 1946.

[...] Τη μελέτη των εικόνων μου ανέθεσε το Μουσείο Μπενάκη το 1992, ενώ οι εργασίες συντήρησής τους από τον έμπειρο συντηρητή Στέργιο Στασινόπουλο άρχισαν το 1994. Η μελέτη τους με οδήγησε συχνά σε συμπεράσματα που επέβαλαν νέες χρονολογήσεις. Με μεγαλύτερη συγκίνηση διαπίστωνα ότι ορισμένες από τις εικόνες της συλλογής μπορούσαν να αποδοθούν σε μερικούς από τους πιο σημαντικούς κρητικούς ζωγράφους. Η εικόνα της Προσκύνησης των Μάγων (εικ. 9) με το ωραίο βενετσιάνικο ξυλόγλυπτο πλαίσιο αποδόθηκε στον Άγγελο Πιτζαμάνο. Η εικόνα της Έγερσης του Λαζάρου έχει όλα τα γνωρίσματα της τέχνης του Θεοφάνη και η εικόνα του αγίου Ανδρέα ανήκει στον κύκλο του Μιχαήλ Δαμασκηνού. Στη μελέτη φάνηκε ότι ορισμένες εικόνες αποτελούν ενδιαφέροντα δείγματα για την εξέλιξη της εικονογραφίας των κρητικών εικόνων γύρω στο 1500 και στις αρχές του 16ου αιώνα. Ο άγιος Νικόλαος ένθρονος αποτελεί ένα από τα παλαιότερα δείγματα της εικονογραφίας του ένθρονου ιεράρχη στην κρητική ζωγραφική. Το ίδιο ισχύει για την εικόνα του αγίου Αλεξίου, της αγίας Παρασκευής, καθώς και των Οίκων του Ακάθιστου Ύμνου (εικ.7). Λαμπρό έργο των αρχών του 16ου αιώνα είναι και η ένθρονη Παναγία.

Αλλά η πιο συγκλονιστική διαδρομή της ερευνάς μου ήταν εκείνη που με οδήγησε στην αναγνώριση ενός πρώιμου έργου σπάνιας δύναμης και ομορφιάς, την εικόνα του Πάθους του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου (εικ.1). Ο Αιμίλιος Βελιμέζης την κατείχε ήδη το 1938, πιστεύοντας ότι είναι γνήσιο έργο του, κανείς ωστόσο, από όσους είχαν δει την εικόνα δεν την είχε θεωρήσει γνήσιο έργο του μεγάλου κρητικού ζωγράφου, όπως αναφέρει παραστατικά στον πρόλογό του ο Μανόλης Χατζηδάκης, και ακόμη, από όσο γνωρίζω, κανείς δεν είχε διαβάσει την υπογραφή που υπήρχε στο χαμηλότερο τμήμα της και σώζεται στην παλιά φωτογραφία (πριν από το 1943) του Εμίλ Σαράφ. Την εποχή εκείνη η επιφύλαξη στην αναγνώριση ενός έργου του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου ως γνήσιου ήταν επιβεβλημένη, πολύ περισσότερο που οι γνώσεις για την κρητική περίοδο της ζωής του ζωγράφου από έγγραφα ήταν τότε ανύπαρκτες, ενώ η ιδιορρυθμία της τέχνης της εικόνας του Πάθους, σε σχέση με τις δύο άλλες γνωστές πρώιμες εικόνες του Θεοτοκόπουλου, αποτελούσε εμπόδιο ανυπέρβλητο για την απόδοση της εικόνας στο χέρι του. Ένας πρόσθετος λόγος, που οι επιφυλάξεις ήταν εύλογες όχι μόνον από τους παλαιότερους αλλά και από όσους νεότερους μελετητές είδαν την εικόνα, ήταν το γεγονός ότι μετά τον πόλεμο η τάση για απόδοση στο Θεοτοκόπουλο παλαιών ιταλικών με πλαστές υπογραφές ή και τελείως πλαστών έργων απέκτησε εντυπωσιακές διαστάσεις (βλ. σχετικά Χατζηδάκης (1963), 1990, σ. 117). Ο Lionello Puppi αναφέρει σε άρθρο του το 1995 (Puppi, 1995, σ. 34) ότι είχε δει στις δεκαετίες του 1950 και 1960 αναρίθμητα τέτοια πλαστά έργα. Η μελέτη της εικόνας, μετά τον καθαρισμό της το 1995 και την ανάδειξη της ποιότητας του χρώματος, μου φανέρωνε σταδιακά όλα τα γνωρίσματα του ύφους του ιδιοφυούς Κρητικού, σε πρώιμη μορφή, και επαλήθευε κάθε υπόθεση εργασίας που έθετα. Ακόμη μεγαλύτερη ήταν η συγκίνηση, όταν τα πορίσματα της ερευνάς μου επιβεβαιώθηκαν με την ανάγνωση της μισοσβησμένης υπογραφής του ζωγράφου ΔΟΜΗΝΙΚΟΥ ΘΕΟΤΟΚΟΠΟΥΛΟΥ ΧΕΙΡ σε μια παλιά φωτογραφία του αρχείου της συλλογής, τραβηγμένης από τον Εμίλ Σαράφ, που μου δόθηκε τον Ιούλιο του 1996.

Από τις εικόνες του 17ου και του 18ου αιώνα αρκετές είναι εκείνες οι οποίες, όπως έδειξε η εικονογραφική μελέτη, προέρχονται από τη Ζάκυνθο. Ανάμεσά τους η εικόνα του αγίου Νικολάου, του Εμμανουήλ Τζάνε, που φέρει το οικόσημο του Νικολάου Σιγούρου, της μεγάλης οικογένειας των ευγενών της Ζακύνθου, η Δέηση με την Παναγία και τον άγιο Γεώργιο του ζωγράφου Λέου, του 1649, η Αποτομή του Προδρόμου, η Σταύρωση, η Αποκαθήλωση, η Προσκύνηση των Ποιμένων, η Αποτομή του Προδρόμου και ο άγιος Σπυρίδων, του Νικολάου Καλλέργη. Η μελέτη της τοπικής τέχνης της Ζακύνθου και ιδιαίτερα του Νικολάου Καλλέργη με οδήγησε στην απόδοση δύο ανυπόγραφων εικόνων στο εργαστήριό του, τα Εισόδια και τον Ευαγγελισμό της Παναγίας. Έτσι, στη συλλογή συγκεντρώνονται τρεις εικόνες του σημαντικού αυτού ζακυνθινού ζωγράφου που, όπως έδειξε η έρευνα αυτή, αντέγραψε σημαντικές εικόνες κρητικών ζωγράφων που βρίσκονταν στη Ζάκυνθο. Ανάμεσα σε αυτές, την εικόνα του Πάθους του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, σε βημόθυρα της Ζακύνθου και τον Ευαγγελισμό από το τρίπτυχο της Μόδενα στη μικρή εικόνα του Ευαγγελισμού. Τέλος, η απήχηση της τέχνης του Θεοτοκόπουλου στη Ζάκυνθο επιβεβαιώνεται εύγλωττα στη συλλογή με τη Σπουδή πάνου στο Θεοτοκόπουλο, του έτους 1920, από το Δημήτριο Πελεκάση, αντίγραφο της κεφαλής του Χριστού από την εικόνα του Πάθους.

Μέσα από τη μελέτη των εικόνων της συλλογής αναδύεται ανάγλυφα η σχέση των εικόνων της Ζακύνθου με έργα του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου που βρίσκονταν στο νησί, σχέση που επιβεβαιώνεται από τη διερεύνηση της προέλευσης των εικόνων του Πάθους και του Ευαγγελισμού, καθώς και του Ευαγγελιστή Λουκά και της Προσκύνησης των Μάγων (εικ.9)του Μουσείου Μπενάκη στο κεφάλαιο της εισαγωγής. Με τη μέθοδο της αναζήτησης των προτύπων, της σύγκρισης και του αποκλεισμού άλλων επιδράσεων εντόπισα, στην τοπική ζωγραφική της Ζακύνθου του 18ου και του 19ου αι., αντίγραφα από οκτώ διαφορετικά έργα του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου στη Ζάκυνθο, αντίγραφα που προδίδουν την παρουσία των προτύπων τους στο νησί του Ιονίου αρκετά χρόνια πριν εμφανιστούν στις συλλογές της Αθήνας ή του εξωτερικού.

Ο Κατάλογος των εικόνων της Συλλογής Βελιμέζη αποτελεί μια σειρά ξεχωριστών μελετών για κάθε μία εικόνα και η ταξινόμηση ακολούθησε, κατά προσέγγισιν, τη χρονολογική σειρά. Ωστόσο, η μελέτη τους ύστερα από διαδοχικές προσεγγίσεις ανέδειξε μικρά σύνολα έργων που συνδέονται μεταξύ τους με μιαν αλυσίδα συσχετισμών εικονογραφικών και τεχνοτροπικών, έστω και αν ανήκουν σε διαφορετικές εποχές. Για το λόγο αυτό η ανάγνωση του Καταλόγου μπορεί να γίνεται με τρόπους πολλαπλούς. Η ανάγνωση της εικόνας του Πάθους του Θεοτοκόπουλου (εικ.1) πρέπει να γίνει σε συνδυασμό με την ανάγνωση του εισαγωγικού κεφαλαίου, καθώς και σε συνδυασμό με την ανάγνωση της εικόνας του Ευαγγελισμού και με εκείνη για την κεφαλή του νεκρού Χριστού, του Δημητρίου Πελεκάση. Παράλληλη ανάγνωση μπορεί να γίνει για την εικόνα του αγίου Νικολάου γύρω στο 1500, που η εικονογραφία της συνδέεται με τις εικόνες του αγίου Ιακώβου και του αγίου Σπυρίδωνος, του 18ου αιώνα. Οι πολλαπλοί δυνατοί συσχετισμοί μεγάλου αριθμού εικόνων διαφορετικών εποχών, που συνδέονται από τα εικονογραφικά τους πρότυπα ή από την τεχνοτροπία τους, υποβάλλει την ιδέα ότι οι συγγένειες αυτές είναι πραγματικές και οφείλονται στη μετάγγιση προτύπων ανάμεσα σε καλλιτέχνες που ζούσαν σε έναν κοινό χώρο, που όπως όλα δείχνουν ήταν η Ζάκυνθος. Με τον τρόπο αυτό στον Κατάλογο τίθενται αλλά δεν εξαντλούνται ορισμένα ζητήματα σχετικά με την ιδιαίτερη ανάπτυξη τοπικών εργαστηρίων στο νησί.