συλλογές
αφιερώματα
χριστιανικά
μεσαιωνικά
χάρτες
ψηφιδωτά
χειρόγραφα
ζωγραφική
γλυπτική
εγκαταστάσεις/κατασκευές
χαρακτική
φωτογραφία
αρχιτεκτονική
σκίτσα/σχέδια
λαϊκές τέχνες
κριτικές/παρουσιάσεις

Designed by TemplatesBox
ΚΡΙΤΙΚΕΣ / ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ


ΑΛΕΞΗΣ ΤΣΑΟΥΣΗΣ
Οικονομολόγος

Ανδρέας Βουρλούμης
Από τον πρόλογο στον τόμο με υδατογραφίες και σχέδια του ζωγράφου «Μπλοκ Εκστρατείας. Ζωγραφική περιήγηση στο Αλβανικό Μέτωπο», εκδόσεις Ίκαρος.



O Ανδρέας Βουρλούμης γεννήθηκε το 1910 στην Πάτρα, τρίτο παιδί ευπόρου οικογενείας, η οποία εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1918. Ο πατέρας του Παναγής Βουρλούμης ασχολήθηκε με το εμπόριο και αργότερα με την πολιτική στο πλευρό του Ελευθερίου Βενιζέλου. Χρημάτισε Υπουργός Εφοδιασμού (1918-1921) και Εθνικής Οικονομίας (1928-1932).
Σπούδασε Χημεία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (αποφοίτησε με άριστα το 1932), αλλά εργάσθηκε ως χημικός μόνο κατά το διάστημα 1947-1953.
Σε όλη του τη ζωή ασχολήθηκε με τη ζωγραφική. Από παιδί ξεκίνησε να ζωγραφίζει, τα ιδιαίτερα ωστόσο μαθήματα που πήρε σε ηλικία δώδεκα χρονών αποτελούν τη μόνη συστηματική του μαθητεία στη ζωγραφική. Το 1933-1934 πηγαίνει στο Παρίσι με σκοπό να συνεχίσει τις σπουδές της Χημείας, αλλά εν τέλει αφιερώνει τον χρόνο του στη ζωγραφική επισκεπτόμενος μουσεία και γκαλερί. Αργότερα σκεπτόταν να πάει στο Μόναχο για κανονικές σπουδές, αλλά η δημιουργία οικογένειας θα τον κρατήσει στην Αθήνα.
Ο Ανδρέας Βουρλούμης ζωγράφισε κυρίως υδατογραφίες, τέμπερες, παστέλ σε χαρτί και ελαιογραφίες σε μουσαμά, συνήθως μικρού σχετικά μεγέθους. Ασχολήθηκε με τη βυζαντινή τέχνη και μαθήτευσε αρχικά κοντά στον Κόντογλου, τη δεκαετία του 1940. Αποτέλεσμα είναι ένας σημαντικός αριθμός φορητών εικόνων, καθώς και η συμβολή του σε ιστορήσεις ναών. Ασχολήθηκε και με τη βυζαντινή μουσική, διατηρώντας ιδιαίτερη σχέση με τον Σίμωνα Καρρά. Η εμπειρία του πολέμου ενεθάρρυνε μια πατριωτική θεώρηση και μια προσέγγιση της λαϊκής παράδοσης. Φιλοτέχνησε πολλές προσωπογραφίες επωνύμων και μη, εργασία που απέδωσε μερικά από τα σημαντικότερα δείγματα της τέχνης του, παρότι έγινε κυρίως για λόγους βιοποριστικούς. Σποραδικά τον απασχολεί η εικονογράφηση παιδικών κυρίως βιβλίων, περιοδικών εντύπων ή ημερολογίων, συνήθως ως προσωπική προσφορά όχι επαγγελματικά. Ξεχωρίζουμε μεταξύ αυτών το ημερολόγιο της ΑΓΕΤ - Ηρακλής του 1971, που θεωρείται ένα από τα καλύτερα της πολυετούς σειράς.
Άνθρωπος με μεγάλη καλλιέργεια και παιδεία, ο Βουρλούμης συμμετείχε ενεργά στους προβληματισμούς της εποχής του και όχι μόνο για τη ζωγραφική και την τέχνη. Είχε ισχυρές και καλά διαμορφωμένες απόψεις για την Ελλάδα και τη ζωή εν γένει, συχνά αντίθετες στους πρόσκαιρους συρμούς. Τις προέβαλλε ήπια και σεμνά αλλά σταθερά, όπως ήταν και ο χαρακτήρας του.
Άφησε πολλά ανέκδοτα κείμενα με θέματα κυρίως αισθητικής, ιστορίας της τέχνης αλλά και φιλοσοφίας, καθώς και ποιήματα. Πέθανε στην Αθήνα τον Αύγουστο του 1999.

Η ζωγραφική του δραστηριότητα καλύπτει εβδομήντα πέντε χρόνια. Είναι ρεαλιστής ζωγράφος. Διατήρησε τους ίδιους ζωγραφικούς όρους, τρόπους και ενδιαφέροντα δίχως ιδιαίτερους νεωτερισμούς και παρεκκλίσεις από την παραστατική και συγκεκριμένη ζωγραφική. Ίσως επιτυγχάνει μια μοναδική ισορροπία "ελάσσονος σχηματισμού', πασχίζοντας να εκφράσει τον ιδιαίτερο ζωγραφικό του κόσμο, τον απλό και καθημερινό. Παρίσταται δεν επιβάλλεται, οικοδομεί σε "ελάχιστο οικόπεδο" με καθαρό και πλήρες αποτέλεσμα, παραμένοντας ήπιος και διακριτικός "ζωγραφεύς", ευαίσθητος πραγματογνώστης. Οι ζωγραφικές του δηλώσεις δεν είναι επιβλητικές. Δεν έχουν την παραμικρή ρητορική εκφορά ή στόμφο και ως εκ τούτου διακινδυνεύει την αχνή υποδήλωση, την επανάληψη και την απλοϊκότητα. Η πόλη του Βουρλούμη δεν είναι τα αξιοθέατά της. Η καταγραφή του είναι στιγμιαία και αποσπασματική. Επανέρχεται ακαταπόνητος στον ίδιο "ασήμαντο" θέμα δίχως όμως να το εξαντλεί. Η ζωγραφική του ματιά δεν είναι ούτε βουλιμική ούτε περιηγητική ούτε σκόπιμη.
Τον απασχολεί όμως και η ζωγραφική αφήγηση έναντι της απλής έκφρασης της συγκίνησης: "… χρειάζεσαι", έγραφε συνοψίζοντας μια κουβέντα του με τον Κόντογλου, "μια γλώσσα του σχεδίου και του χρώματος, ανάλογη με την γλώσσα που μιλάμε και γράφουμε, και σαν κι αυτήν, έργο ομαδικό, που διαμορφώνεται από τους ζωγράφους μέσα σε πολλές διαδοχικές γενεές όταν υπάρχει συνέχεια στο πνεύμα της δουλειάς, δηλαδή παράδοση. Μια τέτοια γλώσσα είναι ο τρόπος της παραδοσιακής ορθόδοξης αγιογραφίας".(1)
Ο Αλέξανδρος Ξύδης, στην τεκμηριωμένη και διεισδυτική παρουσίαση του έργου του Βουρλούμη στην έκθεση στο ΑΤΙ Δοξιάδη, στις 13.3.1963, θεωρεί ότι: "Στην επιλογή των θεμάτων του, στην έλλειψη διαφοροποιημένων πλάνων - από αδυναμία ή πρόθεση δεν είμαι βέβαιος - καθώς και στον τρόπο που σχεδιάζει απευθείας με το χρώμα, όπου τα περιγρράμματα χάνονται ολωσδιόλου ή πάλλονται γύρω από μια γραμμή ανύπαρκτη που την σχηματίζουν οι επάλληλοι παλμοί των τοπικών τόνων, ο Βουρλούμης μου θυμίζει τον Vuillard, που εχάρισε την ποίηση της μεγάλης και λεπτής ζωγραφικής στα πεζότερα, αστικότερα εσωτερικά της Γαλλίας, με τους γλίσχρους φωτισμούς και τους συνδυασμούς απιθάνων χρωμάτων. Ο Βουρλούμης, όπως ο Vuillard της γαλλικής, είναι ουσιαστικά ζωγράφος της ελληνικής αστικής κοινωνίας, έτσι που έχει διαμορφωθεί μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, και που την γνωρίζει από τα προσωπικά του βιώματα. Γεννημένος από τα σπλάχνα της, ο Βουρλούμης αποδίδει χωρίς να την κρίνει, με μάτι σωστό, ούτε ρομαντικό, ούτε εξπρεσιονιστικό, ούτε κλασικό, ούτε λαϊκό, ούτε σατιρικό, το περιβάλλον και την υφή της" (2). Η κατηγορηματικότητα της διατύπωσης ίσως αδικεί τον Βουρλούμη. Κατά τη γνώμη μου ο ζωγράφος ξεφεύγει από έναν τέτοιο ρόλο, γιατί δεν τον εξυπηρετεί ούτε θεματολογικά ούτε υφολογικά ούτε σαν συμπεριφορά. Μπορεί να μην έρχεται σε ρήξη με τη "συνωμοσία του καλού γούστου" που εξέφρασε η γενιά του 30 στις συμβατικές της αναζητήσεις, αλλά στάθηκε με ιδιαίτερη εντιμότητα και αφοσίωση στον μοναχικό του δρόμο.

Ο Βουρλούμης δουλεύει καταρχάς το θέμα του ως ζωγραφική σημείωση σε ένα μπλοκάκι που κρατάει στην τσέπη του. Το μέγεθος αυτού του σημειωματάριου μπορεί να μην ξεπερνάει τα 9 Χ 12 εκ. Σχεδιάζει κτίρια, μορφές εσωτερικά με τα καθημερινά έπιπλα και σκεύη. Σε μερικές από τις σημειώσεις θέτει τις ενδείξεις των χρωμάτων και σε πολύ λίγες ολοκληρώνει χρωματίζοντας. Προκειμένου όμως να αντιληφθούμε την απλή του οικοδομική μπορούμε να εξετάσουμε κυρίως τα σχέδια με νερομπογιά σε πλάγιο, προσπίπτοντα ή διερχόμενο φωτισμό. Παρουσιάζεται έτσι η χρονική σειρά και ο ρυθμός των ενεργειών, που βοηθά να κατανοήσουμε τον τρόπο κατασκευής αυτής της ζωγραφικής και τη σκαλωσιά της. Συναντάμε την εκπληκτική ποικιλία τρυφερής επεξεργασίας των καθημερινών θεμάτων, τα οποία δεν καταπονούνται από την επανάληψη και την ελάχιστη παραλλαγή, και τα οποία έχουν προκύψει από πλανόδια παρατήρηση ή αποτελούν τη θέα από το εργαστήριο ή το σπίτι του.
Στις 29 Απριλίου 1999 ήμασταν στο εργαστήριο του, στην οδό Αρριανού 23 στο Παγκράτι, αναζητώντας το υλικό για το βιβλίο Σημειώσεις ζωγράφου 1938 - 1940, που εκδόθηκε από τον Ίκαρο το 1999. Ψαχουλεύοντας ανάμεσα στα παλιά μπλοκ ο Βουρλούμης στάθηκε σε ένα. Ήταν άρτιο, διαστάσεων 13,5 Χ 10 εκ. και περιείχε μεταξύ άλλων και δεκαοκτώ σχέδια με νερομπογιά, που είχε εκπονήσει in situ ως φαντάρος το 1940. Είναι τα σχέδια που αποτέλεσαν και το έναυσμα για την παρούσα έκδοση. Εικονίζουν τοπία της Ηπείρου και της Αλβανίας από τα Ιωάννινα μέχρι τα περίχωρα του Αργυροκάστρου. Είχε πάντα στο χιτώνιο του ένα μπλοκάκι και προκειμένου να διαθέτει ένα εργαλείο ακριβείας, που να μην καταλαμβάνει χώρο, πήρε ένα εξαιρετικής ποιότητας πινέλο και κουτσούρεψε το στέλεχος της λαβής του - "το πινέλο εκστρατείας". Τον εξοπλισμό του συμπλήρωνε μικρό μεταλλικό κουτάκι, μεγέθους κυτίου σιγαρέττων, με τα χρώματα. Και νερό, από το παγούρι του. Όσο για τα χαρτικά, "ας μην συζητάμε". Ίσως το μοναδικό τετράδιο - Quaderno στο εξώφυλλο - να ήταν και λάφυρο πολέμου.
Ο Βουρλούμης καμάρωνε διακριτικά γι αυτό το ξεχωριστό ζωγραφικό μπλοκ, και ήταν ιδιαίτερα παραστατικός, όταν μετέφερε την εμπειρία του από την επιστράτευση και την πορεία προς την Ηπειρο-αλβανική ζώνη των πρόσω.
Η κυβέρνηση του Μεταξά είχε καλέσει τους εφέδρους από το καλοκαίρι του 1940 για εκπαίδευση στα νέα όπλα. Ο Βουρλούμης, πάνω από τα τριάντα μετατάσσεται στο πεζικό, ενώ έχει ήδη εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις (1933) στο Ναυτικό, στη Γένοβα, ως γραφεύς στα Ναυπηγεία του Ορλάντο, στο πλαίσιο των παραγγελιών σκαφών του Πολεμικού Ναυτικού. Ο γιος του θυμάται τον πατέρα του με στολή το καλοκαίρι του 1940, όταν παραθέριζαν στη Βουλιαγμένη. Αργότερα, με την κήρυξη του πολέμου, μητέρα και γιος αποχαιρετούν, από το γεφυράκι του Ιλισού στο Βατραχονήσι (εκεί που βρίσκεται σήμερα το άγαλμα του Τρούμαν), τους στρατιώτες που έφευγαν για το μέτωπο. Ο Βουρλούμης θα βρεθεί στον ουλαμό διοικήσεως του 1ου Συντάγματος Πεδινού Πυροβολικού στο Γουδί, μια ολιγομελή ομάδα επιφορτισμένη με υποστηρικτικές και διοικητικές αρμοδιότητες, ενώ τα συντάγματα έχουν ξεκινήσει για το μέτωπο. Αργότερα, και αφού είχαν παραμείνει στη Μακουφάνα ως εκπαιδευόμενοι (όπου ξεκινάει και τα "μαθήματα ιππασίας"), θα πάρουν τα τρένα από του Ρουφ. Θα επιβιβασθούν σε μεταγωγική αμαξοστοιχία μέχρι τη Λάρισα και από εκεί θα προχωρήσουν προς τη ζώνη των πρόσω, εισερχόμενοι στην Αλβανία και φθάνοντας μισή ώρα πεζή από το Αργυρόκαστρο.

Όπως ο ίδιος θα αφηγείται δεν πολέμησε - δεν έριξε ούτε μια τουφεκιά και δεν κοιμήθηκε ούτε μια νύχτα στο χιόνι. Χαρακτηριστική η αναφορά του πατέρα του: "Ελάβομεν γράμματα του Ανδρέα μας. Ευτυχώς είναι καλά και παραπονείται διότι δεν συνεκρούσθη ακόμη και αυτός με Ιταλούς, διότι παρακολουθεί τον ουλαμόν της διοικήσεως του συντάγματος του".(3)
Επιστρέφει στην Αθήνα τον Μάρτιο ή τον Απρίλιο του 1941 και υπηρετεί στη Σχολή Χημικού Πολέμου (χημικός γαρ) στην Καισαριανή.
Η αναφορά του στην πορεία προς το μέτωπο μοιάζει με τη ζωγραφική του στάση. Είναι παρών ως απλός στρατιώτης, σβέλτος, αθλητικός, μικρόσωμος, με συναίσθηση καθήκοντος και εθνικής υπερηφάνειας. Η μονάδα του δεν εμπλέκεται σε πολεμική επιχείρηση. Από τη θέση αυτή θα συγκρατήσει με απαράμιλλο τρόπο καταγραφής πρόσωπα και τόπους. Τα οκτώ συνολικά τετράδια και μπλοκ, δηλαδή τα μορφοποιημένα σε μπλοκ ή τετράδια χαρτιά που είχε μαζί του και σημείωνε, περιέχουν σχέδια και σκίτσα, έκτακτες βραχύτατες ημερολογιακές εγγραφές, επιγραμματικές κουβέντες των λογής - λογής χαρακτήρων. Αναφορές σε όπλα, συγκρούσεις ή πολεμικές επιχειρήσεις δεν γίνονται πουθενά και δεν προκύπτει σχεδικό ζωγραφικό υλικό. Τα περιερχόμενα σχέδια είναι: γραμμικά περιγραφικά στρατιωτών με στολή καθώς και πρόσωπα συντρόφων, και γραμμικά τοπίων, σχέδια με τονικές διαβαθμίσεις, σχέδια με μολύβι ολοκληρωμένα ή προετοιμασίας, σχέδια με κραγιόνια (τα λαογραφικά) και τέλος οι εξαιρετικής πληρότητας νερομπογιές καθώς και ένας αυτοσχέδιος τοπογραφικός οδηγός.


Οι λήψεις στα ανοικτά τοπία είναι ευρυγώνιες και το ορεινό και έρημο περιβάλλον αναδίδει το ψύχος, τα έμψυχα τα ζώα ή έναν άνθρωπο κουκκίδα που δίνει την κλίμακα. Εμφανίζονται λίγα κτίσματα ή μερικά από τα χωριά από τα οποία διήλθε. Οι εικόνες είναι συμπαγείς, πλήρεις και άμεσες ως συνθέσεις. Το θέμα συντίθεται από το περιβάλλον. Συμμετέχει, θα μπορούσαμε να πούμε, σε μια "στρατιωτική εκδρομή", που του ανοίγει τον νου στην πλάση και σε έναν άλλο κόσμο. Ο αστός Ανδρέας εκτίθεται και κοινωνικοποιείται. Ο ίδιος διηγείται: "Τέλος πάντων στο Ρουφ φοβερή η ταλαιπωρία εκείνη την ημέρα, σχεδόν ως τα μεσάνυχτα. Με λίγα λόγια μπήκαμε στα τρένα και άυπνοι φθάσαμε κάπου στη Λάρισα. Τώρα εγώ, με τα συνήθεια τα αστικά λέω: Θα μας πούνε να πάμε να κοιμηθούμε λιγάκι σε κανένα ξενοδοχείο, αντ' αυτού κάναμε εκείνο το βράδυ 53 χιλιόμετρα".Έχοντας άριστη γνώση της ιταλικής και δηλώνοντας πως έχει σπουδάσει χημικός, αλλά είναι κατ' επάγγελμα ζωγράφος, προκαλεί στην παρούσα έκτακτη κατάσταση εύλογη απορία και καχυποψία, και ίσως, δεδομένων των περιστάσεων, μπορεί να θεωρηθεί κατάσκοπος! Εκείνον, τον συναρπάζει ο συναγελασμός με τύπους ποικίλους διαφόρων προελεύσεων, ενασχολήσεων και πολιτικών πεποιθήσεων. Άλλοι θα του φανούν καλοί και εργατικοί, άλλοι όπως οι ρουφιάνοι του μεταξικού καθεστώτος θα τον κάνουν να κουμπωθεί. Με μερικούς δημιούργησε φιλίες που επέζησαν του πολέμου. Θυμάται τις κουβέντες τους και ιδιαίτερα τον απλό, άμεσο και λαϊκό τρόπο μερικών ή τη μοχθηρία και πονηρία άλλων, και σχολιάζει: "Αυτός είναι ο Λοβέρδος: τι καλό παιδί, το καλύτερο παιδί, μπιτ αγράμματος, μπιτ, εισπράκτωρ λεωφορείου, καλύτερο άνθρωπο δεν έχω δει. Εκοίταζε στο δρόμο δεξιά και αριστερά μήπως υπάρχει κάποιος που θέλει βοήθεια, να του δώσει ένα χέρι. Είναι ο μόνος ο οποίος ευρήκε τρόπο να κάνει μπάνιο. Επαιρνε ντενεκέ και έβαζε φωτιά και ζέσταινε νερό και πλενότανε. Ο μόνος. Εμείς…". "Αυτός ήτανε πανεξυπνος αλλά εξελίχθη σε παλιάνθρωπο, διότι έμαθα πως επί Κατοχής έφθασε να βασανίζει ανθρώπους για να τους πάρει τα χρήματα, μου είπε ένας συμπατριώτης του. Ήτανε πολύ φίλος μου, με κολάκευε, ερχόντουσαν κουραμπιέδες απ' την Υπατία και τους περισσότερους τους έτρωγε αυτός". "Αυτός ήτανε χωροφύλακας και έχω την ιδέα πως είχε βάλει ο Μεταξάς χωροφύλακες να κοιτάνε για κομμουνιστάς". Υπάρχει συναίσθηση καθήκοντος, αλλά και απόλυτη αβεβαιότητα για τα επικείμενα. Η κατάσταση ανάγκης να καταβάλλει, αλλά και εμψυχώνει.Είχαμε συζητήσει το ενδεχόμενο αυτοτελούς εκδόσεως του μικρού εκείνου μπλοκ. Η ιδέα δεν τον άφηνε αδιάφορο. Η έκδοση αυτή αποφασίσθηκε όμως μετά τον θάνατό του με την παρότρυνση και την υποστήριξη του γιου του Παναγή. Συμπεριελήφθησαν, εκτός από τον αρχικό πυρήνα, ζωγραφικό υλικό και από τα άλλα επτά μπλοκ, ως επί το πλείστον όμως γραμμικά σχέδια. Καθοριστικός υπήρξε ο ρόλος της Λίκας Φλώρου, η οποία ανέλαβε την καλλιτεχνική επιμέλεια. Ασχολήθηκε διεξοδικά με την επιλογή του υλικού και τη σύνθεση μιας ενιαίας αφήγησης, δίχως την πρόθεση ή τη φιλοδοξία κατάρτισης "πολεμικού ημερολογίου". Η παρουσίαση αυτή δεν αλλοιώνει τον χαρακτήρα των διάσπαρτων καταχωρίσεων του ζωγράφου.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Ανδρέας Βουρλούμης «Οι συναντήσεις μου με τον Φώτη Κόντογλου», στον συλλογικό τόμο Φώτης Κόντογλους. Εν εικόνι διαπορευόμενος, Εκδόσεις Ακρίτας, ΑΘήνα 1995, σ. 59-62.

2. Αλέξανδρος Ξύδης, Προτάσεις για την Ιστορία της Νεοελληνικής Τέχνης τομ. Β’. Φορείς και προβλήματα, Ολκός, Αθήνα 1976, σ. 53-59.

3. Παναγής Βουρλούμης, Αυτοβιογραφία 1867 - 1950, Εταιρία Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας, Αθήνα 2000, σ. 99.