συλλογές
αφιερώματα
χριστιανικά
μεσαιωνικά
χάρτες
ψηφιδωτά
χειρόγραφα
ζωγραφική
γλυπτική
εγκαταστάσεις/κατασκευές
χαρακτική
φωτογραφία
αρχιτεκτονική
σκίτσα/σχέδια
λαϊκές τέχνες
κριτικές/παρουσιάσεις

Designed by TemplatesBox
ΚΡΙΤΙΚΕΣ / ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ


ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΗΣ ΣΤΕΙΑΚΑΚΗΣ
Ιστορικός της τέχνης


"Χρυσοβαλάντης Στειακάκης: "Γιαννούλης Χαλεπάς.
Η υποδοχή του έργου ενός “μοντέρνου” καλλιτέχνη""



O Χαλεπάς δουλεύει ένα γλυπτό στη οδό της οικίας Δαφνομήλη 35, 1935

Στην ιστοριογραφία της ελληνικής τέχνης, το μεγαλύτερο μέρος των μέχρι σήμερα μελετών γύρω από το έργο του Γιαννούλη Χαλεπά (1851-1938)(1) περιορίζεται στη παρουσίαση μιας βιογραφίας, εργογραφίας του γλύπτη, καθώς και στις μορφολογικές αναλύσεις και ψυχολογικές ερμηνείες του έργου του. Αυτό που έχει ενδιαφέρον με τον Γιαννούλη Χαλεπά και το έργο του, είναι η μελέτη της υποδοχής του στο πεδίο της τεχνοκριτικής. Ο Χαλεπάς είναι αναμφισβήτητα μια από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της νεοελληνικής τέχνης. Μορφή αινιγματική, δυσνόητη, περιφρονημένη και λατρεμένη παράλληλα, περιγραμμένη και ερμηνευμένη με τρόπους ακραίους και αυθαίρετους πολλές φορές, ο Χαλεπάς μας φέρνει αντιμέτωπους με ουσιαστικά προβλήματα της ιστορίας και της κοινωνίας του 20ού αιώνα στην Ελλάδα.

Γεννήθηκε στον Πύργο της Τήνου στις 27 Αυγούστου του 1851, όπου και πέρασε την παιδική του ηλικία, τελειώνοντας το δημοτικό. Την περίοδο 1861-1863, οι γονείς του τον στέλνουν στη Σύρο, όπου έβγαλε το Σχολαρχείο και την α΄ γυμνασίου, εκδηλώνοντας παράλληλα την αγάπη του για το σχέδιο. Ο πατέρας του τον βάζει υπάλληλο σε ένα εμπορικό, αλλά νοιώθοντας τη δυσφορία του γιου του, μόλις τελειώνει το σχολείο, τον αφήνει να ακολουθήσει τη γλυπτική, που ήταν και η πραγματική αγάπη του Χαλεπά. Στην Αθήνα εγκαθίστανται οικογενειακώς το 1869 και ο Χαλεπάς εγγράφεται στο Σχολείο των Τεχνών (Βασιλικό Πολυτεχνείο), όπου και αμέσως ξεχωρίζει, με καθηγητές τον Νικηφόρο Λύτρα και Λεωνίδα Δρόση. Συμμετέχει στην β΄ έκθεση των Ολυμπίων και αποφοιτά με διακρίσεις το 1872. Τον επόμενο χρόνο φεύγει με υποτροφία για την Βασιλική Ακαδημία του Μονάχου, όπου και βραβεύεται σε διαγωνισμούς. Εκεί, παρακολουθεί στο εργαστήριο του Μαξ φον Βίντμαν (Μax von Windmann). H διακοπή της υποτροφίας, που του είχε χορηγηθεί από το Ιερό Ίδρυμα της Ευαγγελιστρίας της Τήνου τον Μάρτιο του 1875, τον υποχρεώνει να επιστρέψει στην Αθήνα, όπου δουλεύει εντατικά από το 1876 έως το 1878. Συμμετέχει με ένα έργο του στην διεθνή έκθεση του Παρισιού το 1878, ενώ το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου, παραθερίζει στην Τήνο, εμφανίζοντας τα πρώτα συμπτώματα της ταραγμένης ψυχικής του κατάστασης, που ολοένα και οξύνεται, παρά τις προτεινόμενες θεραπείες. Το ταξίδι στην Ιταλία στα τέλη του 1879 δεν ωφελεί και επιστρέφει στη Τήνο, όπου και εγκαθίσταται. Αργότερα, συνεχίζει να σχεδιάζει, αλλά συνεχώς καταστρέφει κάθε του δημιουργία. Η οικογένεια περνάει μια οικονομική κρίση μετά την μεγάλη ακμή της δεκαετίας 1870-1880. Το 1888, η αρρώστια του χειροτερεύει και η οικογένειά του αναγκάζεται να τον βάλει στο Φρενοκομείο της Κέρκυρας στις 19 Ιουλίου του 1888 ως «πάσχοντα από άνοιαν». Εκεί μένει έως τις 06 Ιουνίου του 1902, οπότε και βγαίνει μετά τον θάνατο του πατέρα του, το 1901. Περνά για λίγο από την Αθήνα και καταλήγει στον Πύργο, όπου η μητέρα του από φόβο μήπως η μανία του για την γλυπτική τον οδηγήσει ξανά στην τρέλα, τον εμποδίζει να κάνει το παραμικρό γλυπτό και του σχίζει κάθε σχέδιο που επιχειρεί να φιλοτεχνήσει. Μόνο μετά το θάνατο της μητέρας του, στις 29 Νοεμβρίου του 1916, θα ξαναβρεί τον εαυτό του, μόλις το 1917. Ξαναρχίζει τη γλυπτική με πηλό σε ένα διαφορετικό ύφος από εκείνο της προηγούμενης περιόδου της καλλιτεχνικής του δημιουργίας. Πιο ελεύθερος, κινείται σε προσωπικούς ορίζοντες τόσο στα γλυπτά, όσο και στα σχέδιά του. Στα χρόνια 1923-1924 τον επισκέπτονται πολλοί Έλληνες καλλιτέχνες και διανοούμενοι στην Τήνο. Στις 31 Μαρτίου του 1925, πραγματοποιείται η πρώτη έκθεση έργων του στην Ακαδημία Αθηνών και στις 25 Μαρτίου του 1927, του απονέμεται το Αριστείον Γραμμάτων και Τεχνών, ενώ τον επόμενο χρόνο λαμβάνει χώρα στο «Άσυλο Τέχνης», με πρωτοβουλία του Νίκου Βέλμου, έκθεση γλυπτών και σχεδίων του γλύπτη. Στον Πύργο θα μείνει έως τις 24 Αυγούστου του 1930, οπότε η ανιψιά του Ειρήνη Β. Χαλεπά τον φέρνει για μόνιμα στην Αθήνα. Εγκαθίσταται στην οδό Δαφνομήλη και πραγματοποιεί επισκέψεις στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, την Ακρόπολη και το Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Στις 18 Νοεμβρίου του 1934 γιορτάζονται τα γενέθλια των Χαλεπά και Αριστομένη Προβελέγγιου από την «Λαογραφική και Ιστορική Εταιρεία Κυκλαδικού Πολιτισμού και Τέχνης» στον «Παρνασσό», όπου τους απονέμεται ειδικό μετάλλιο από το Τμήμα Καλών Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας. Το 1935 η «Ένωσις Ελεύθεροι Καλλιτέχναι» προσκαλεί τον Χαλεπά να συμμετάσχει τιμητικά μαζί με τον Δημήτριο Γαλάνη, στην πρώτη τους έκθεση. Στις 23 Απριλίου του 1938, ένα εγκεφαλικό κλονίζει τη βεβαρημένη του υγεία και στις 15 Σεπτεμβρίου του 1938 πεθαίνει.

Το έργο του, ουδέποτε εκτίθεται συνολικά στο κοινό. Ένα χρόνο μετά το θάνατό του, πέντε έργα του στέλνονται σε έκθεση στη Νέα Υόρκη λαμβάνοντας διακρίσεις(2). Στη συνέχεια, το έργο του παρουσιάζεται στην Ελληνοαμερικανική Ένωση τον Δεκέμβριο του 1964 – Ιανουάριο του 1965 στην Αθήνα κα τον Οκτώβριο του 1968 στην Γκαλερί «Νέες Μορφές». Τον Δεκέμβριο του 1978 έως τον Φεβρουάριο του 1979 στην Εθνική Πινακοθήκη πραγματοποιείται μια αναδρομική έκθεση με αφορμή τη συμπλήρωση των 40 χρόνων από τον θάνατό του. Το 1985 οργανώνεται στην Εθνική Πινακοθήκη μια έκθεση για τον Χαλεπά με τίτλο «Γλυπτά και σχέδια του Γιαννούλη Χαλεπά» στα πλαίσια των εκδηλώσεων «Αθήνα, Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης». Τον Φεβρουάριο/Απρίλιο του 1988 οργανώνεται στη Θεσσαλονίκη, στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Θεσσαλονίκης, έκθεση με τίτλο «Γιαννούλης Χαλεπάς. Πενήντα χρόνια από τον θάνατό του (1938-1988)», η οποία μεταφέρεται στην Αθήνα τον Μάιο της ίδια χρονιάς και έπειτα τον Ιούλιο-Σεπτέμβριο στο Πνευματικό Κέντρο του Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας στη Χώρα της Τήνου. Τον Ιανουάριο/Μάρτιο του 1993, με αφορμή τη συμπλήρωση 55 χρόνων από το θάνατό του καλλιτέχνη πραγματοποιείται μια έκθεση του στην Αθήνα στην «Αίθουσα Τέχνης Νέου Ψυχικού». Η υστερότερη αναδρομική έκθεση του έκθεση λαμβάνει χώρα στην Αθήνα στην Εθνική Γλυπτοθήκη από τις 6 Φεβρουαρίου έως 30 Ιουλίου του 2007, ενώ κατά την περίοδο 14 Ιανουαρίου-15 Φεβρουαρίου το 2010, εκτίθενται κάποια από τα γλυπτά και τα σχέδια του Χαλεπά στην Gallery Kalfayan στην Αθήνα.

Μελετώντας την καλλιτεχνική παραγωγή του Χαλεπά, μπορεί κανείς να πει ότι διακρίνεται σε τρεις περιόδους. Η α΄ (1870-1878), καλύπτει τα χρόνια της μαθητείας του στο Πολυτεχνείο, την Βασιλική Ακαδημία του Μονάχου και της εργασίας του στην Αθήνα. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Χαλεπάς δίνει σημασία στη σύνθεση και εκδηλώνει μια προτίμηση στη ρεαλιστική απόδοση με εμφανή την επίδραση του ακαδημαϊσμού του Μονάχου, του κλασικισμού του 19ου αιώνα και των ρομαντικών τάσεων. Στη β΄ περίοδο (1902-1930) μετά την έξοδό του από το Φρενοκομείο της Κέρκυρας και κατά τη διάρκεια της παραμονής και δημιουργίας του στον Πύργο, συντελείται μια αποδέσμευση από τα διδάγματα της Σχολής του Μονάχου. Ο Χαλεπάς διατηρεί τη θεματολογία της α΄ περιόδου. Αρνείται τον κλασικισμό στην απόδοση και επικεντρώνει τη προσοχή του στη σύνθεση και δη τη περίοπτη όπως μαρτυρούν τα αμφίπλευρα έργα του, στη δομή του έργου, στις ισορροπίες των όγκων, αποφεύγοντας τα κενά. Υιοθετώντας ένα πιο προσωπικό τόνο, εμμένει στις καθαρές πλαστικές αξίες, συνδυάζοντας θεματικές αντιθέσεις και τη παραμόρφωση, που επιτρέπουν στους μελετητές του έργου του να κάνουν λόγο για παρουσία αφαιρετικών, εξπρεσιονιστικών ή και σουρεαλιστικών στοιχείων. Στη γ΄ περίοδο (1930-1938), που είναι τα χρόνια της μόνιμης εγκατάστασης και καλλιτεχνικής παραγωγής του στην Αθήνα έως και τον θάνατό του, ο Χαλεπάς επανέρχεται σε παλαιότερα θέματα με λιτότερη και αμεσότερη έκφραση, μνημειακή διάθεση και μικρότερη διάσπαση-ανάλυση σε επιμέρους μοτίβα, καταλήγοντας σε πιο προσωπικές λύσεις, αδιαφορώντας για την τελική επεξεργασία της επιφάνειας. Το ενδιαφέρον του είναι προσανατολισμένο στη σύνθεση, όπου αρκετοί ερευνητές διακρίνουν εξπρεσιονιστικά στοιχεία. Τον απασχολεί το γυναικείο γυμνό και έχει αρκετές παραγγελίες για πορτραίτα. Εκτός από τα γλυπτά του, χαρακτηριστικά, είναι και τα σχέδια της β΄ και γ΄ περιόδου, που ξεχωρίζουν για τα σημάδια τράπουλας, σύμβολα του ανδρικού (σπαθί) και του γυναικείου (κούπα) φύλου, τα οποία υποχωρούν σταδιακά και στην γ΄ σχεδόν εξαφανίζονται, δημιουργώντας προβλήματα στην ανάγνωση και κατανόησή τους. Αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον δεν είναι η ερμηνεία του φαινομένου της μεταβολής της πλαστικής γλώσσας του καλλιτέχνη στο πέρασμα από τη μια στην άλλη περίοδο, αλλά η σημασία και η θέση του έργου που δημιουργήθηκε από αυτή την μεταβολή(3).

Η πρόσληψη του έργου του έρχεται στο προσκήνιο το Μεσοπόλεμο, όταν κυριαρχεί ο υποκειμενισμός, όταν ο πριμιτιβισμός, ο εξπρεσιονισμός, η αφαίρεση, ο σουρεαλισμός γίνονταν δεκτά στην Αθήνα ως οι καλλιτεχνικές τάσεις συνώνυμες του εκσυγχρονισμού και της πρωτοπορίας. Η πρόσληψή του, συμπίπτει με την ανακάλυψη του Θεόφιλου και του καραγκιόζη, που πρέπει να διαβαστεί στα πλαίσια της υποδοχής των νεωτερικών τάσεων, των σύγχρονων ευρωπαϊκών ιδεολογιών στην Ελλάδα και της επανεκτίμησης της παραδοσιακής τέχνης.

Σημαντικό ρόλο στην πρόσληψη του Χαλεπά, παίζει και η μεταστροφή των απόψεων της κοινωνίας για την τρέλα. Η διερεύνηση της ιστορικότητας των ορίων τρέλας και λογικής θα μας δώσει τη δυνατότητα να κατανοήσουμε τη δεξίωσή του. Στα τέλη του 19ου αιώνα, στον ιατρικό χώρο κυριαρχούν οι ιδέες των Μορώ ντε Τουρ (Moreau de Tours) και Τσέζαρε Λομπρόζο (Cesare Lombrozo), που ταυτίζουν τη καλλιτεχνική δημιουργία με τις ψυχώσεις. Οι θεωρίες αυτές προσλαμβάνονται στην Ελλάδα, διαμορφώνοντας μια άποψη για τους νεωτεριστές καλλιτέχνες. Το 1905, έρχεται η απάντηση από τον Πέτρο Αποστολίδη (Παύλο Νιρβάνα) με το έργο του Φυσιολογική Αισθητική. Τέχνη και Φρενοπάθεια, όπου τονίζει το δυσδιάκριτο των ορίων υγείας και νόσου. Οι ιδέες του γίνονται δεκτές από τον Κωστή Παλαμά κ.α., απενοχοποιώντας το συσχετισμό τρέλας–τέχνης. Η τρέλα του Χαλεπά είναι το στοιχείο που προκάλεσε το ενδιαφέρον των μελετητών του(4). Υποστηρίχθηκε ότι είναι εκείνη που καθιστά το έργο του επίκαιρο, θυμίζοντας την περίπτωση του Ιταλού γλύπτη Βιτσέντζο Τζεμίτo (Vicenzo Gemito), ενώ πολλοί βρίσκουν κοινά με τον Γερμανό ποιητή Χόλντερλιν (Johan Christian Friedrich Holderlin), τον Γιώργο Βιζυηνό, τον Κώστα Κρυστάλλη, τον Μίμη Βιτσώρη και τον Βίνσεντ βαν Γκογκ (Vincent van Gogh).

Το 1923, ο Θωμάς Θωμόπουλος επισκέπτεται τον Χαλεπά στη Τήνο για να φτιάξει αντίγραφα των έργων του. Δύο χρόνια αργότερα, εκτίθενται στην Ακαδημία Αθηνών και το 1926 του απονέμεται το Αριστείο Τεχνών. Ο Χαλεπάς γίνεται σύμβολο για τους καλλιτέχνες της δεκαετίας. Ο νεωτερικός χαρακτήρας του έργου του υπογραμμίζεται από τους Θωμόπουλο, Ζαχαρία Παπαντωνίου, Στρατή Δούκα, Μιχάλη Τόμπρο, Νίκο Βέλμο, Αναστάσιο Δρίβα, Βιτσώρη, που τον θεωρούν ισάξιο των Εμίλ-Αντουάν Μπουρντέλ (Emile-Antoine Bourdelle), Αριστίντ Μαγιόλ (Aristide Malliol), Ωγκύστ Ροντέν (Auguste Rodin), Πάουλ Κλέε (Paul Klee) και Πάμπλο Πικάσο (Pablo Picasso). To 1928, πραγματοποιείται η δεύτερη έκθεση έργων του στο Άσυλο Τέχνης και κυκλοφορεί ένα τιμητικό τεύχος στα Φύλλα τέχνης του Φραγγελίου. Ήταν «μοντέρνος» χωρίς να το θέλει, χωρίς να το ξέρει. Η μετεξέλιξη του Χαλεπά και η νεωτερικότητα που χαρακτηρίζει τα έργα της β΄ και γ΄ φάσης της καλλιτεχνικής του πορείας, νομιμοποιεί την αυθεντικότητα και τη μοντερνικότητα των προσπαθειών των νεωτεριστών. Δεν είναι τυχαίο, ότι οι «Ελεύθεροι Καλλιτέχνες» στην πρώτη τους έκθεση το 1935 προσκαλούν τους Γαλάνη και Χαλεπά να λάβουν μέρος. Αυτή τη νεωτερικότητα-μοντερνικότητα, τονίζουν και οι ειδικοί μέχρι σήμερα, στηριζόμενοι στις ιδέες και το λόγο που κυριαρχούσαν ήδη από τη δεκαετία του 1920.

Η πλειονότητα των μελετητών του Χαλεπά, ασχολείται με τη ζωή του, προχωρώντας σε μια μυθιστορηματική αφήγηση. Άλλοι, περιορίζονται σε ψυχολογικές προσεγγίσεις, στηρίζοντας τις ερμηνείες των έργων του σε φροϋδικά και λακανικά πρότυπα. Αυτό που έχει ενδιαφέρον δεν είναι μια εκ νέου καταλογογράφηση των έργων του ή μια ακόμη απόπειρα ερμηνείας τους, αλλά μια ερμηνεία των ερμηνειών και απόψεων των θεωρητικών-τεχνοκριτών του Χαλεπά για το έργο του, μελετώντας το στην ολότητα των εκφάσεών του, έχοντας πάντα ως βασικούς άξονες τη διαμόρφωση της σύγχρονης ευρωπαϊκής τέχνης στη καθολικότητά της και την υποδοχή της στα ελληνικά πλαίσια, τη γλυπτική στην Ελλάδα και τις τάσεις που ακολουθεί και τέλος την ιστοριογραφία στον ελληνικό χώρο και πώς εκείνη παρακολουθεί, καταγράφει και διαβάζει τις εξελίξεις στον τομέα των εικαστικών τεχνών(5). Θα πρέπει να ανασυγκροτηθούν οι έννοιες και τα επιχειρήματα των σύγχρονων και υστερόχρονων μελετητών του, όπως αυτά παρουσιάζονται μέσα από τα θεωρητικά, τεχνοκριτικά, δημοσιογραφικά κείμενα, αλλά και να καταγραφούν οι σημασίες που έχουν δοθεί στα έργα του, να τονιστούν οι συνέχειες, οι ασυνέχειες, οι αλληλουχίες των νοημάτων και να ερμηνευτούν οι σταθερές, οι αλλαγές μέσα στα διανοητικά και ιστορικά τους συμφραζόμενα, συγχρονικά και διαχρονικά. Θα πρέπει συνεπώς να διερευνηθεί ο ορίζοντας προσδοκίας των διανοούμενων εκείνων που ασχολούνται με τον Χαλεπά, οι θεωρητικές προϋποθέσεις που διαθέτουν για την πρόσληψη των έργων του, καθώς και η ιστορική και κοινωνική κατάσταση μέσα στην οποία τα έργα του παράγονται αλλά και ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο εκείνη επενεργεί στον καλλιτέχνη. Έτσι, θα γίνει αντιληπτό το τί εννοεί την εποχή που γράφει ο καθένας, όταν κάνει λόγο για ρομαντισμό, ακαδημαϊσμό, κλασικισμό, ρεαλισμό στα έργα του Χαλεπά, πώς αντιμετωπίζει τους όρους συμβολισμός, λαϊκή, βυζαντινή, αφηρημένη τέχνη, ελληνικότητα, χριστιανική παράδοση, πρωτογονισμός, κυβισμός, εξπρεσιονισμός, κονστρουκτιβισμός, σουρεαλισμός και αφαίρεση, προχωρώντας σε μια συνολικότερη ανάγνωση της ιστορίας των ιδεολογικών τάσεων και της ελληνικής τέχνης.


email: steiakakisval@hotmail.com



Σημειώσεις

1. Για τον Γιαννούλη Χαλεπά και το έργο του, βλ. ενδεικτικά τις μελέτες που παρατίθενται στη βιβλιογραφία.

2. Η πληροφορία παρατίθεται για πρώτη φορά από την Αλεξάνδρα Γουλάκη-Βουτυρά. Βλ. Γουλάκη-Βουτυρά, Α. «Ο Γιαννούλης Χαλεπάς στην Εθνική Πινακοθήκη», στο Γουλάκη-Βουτυρά, Α – Ζερβού, Ά. (επιμέλεια). Γιαννούλης Χαλεπάς, 6 Φεβρουαρίου-30 Ιουνίου 2007, Αθήνα, Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, Εθνική Γλυπτοθήκη, 2007, 29.

3. όπως επισημαίνει από νωρίς ο Τώνη Σπητέρης. Βλ. Σπητέρης, Τ. Τρεις αιώνες νεοελληνικής τέχνης 1660-1967, τόμος β΄, Αθήνα, Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος, 1979, σ.83.

4. Θωμόπουλος, Θ. «Ο γλύπτης Γιαννούλης Χαλεπάς». Το ελληνικόν έτος. Ημερολόγιον της ενώσεως Συντακτών Αθηναϊκών εφημερίδων, Αθήνα, 1930, σ.50 \ Μαλέας, Κ. «Καλλιτεχνική κίνησις: Γιαννούλης Χαλεπάς», εφ. Ελεύθερον Βήμα, 9 Απριλίου 1925 \ Παπαντωνίου, Ζ. «Τα πένθη της τέχνης. Ο μεταλογικός Χαλεπάς», εφ. Ελεύθερον Βήμα, 20 Σεπτεμβρίου 1938.

5. Για την ιστορία της τέχνης στην Ελλάδα, βλ. ενδεικτικά τις μελέτες που παρατίθενται στη βιβλιογραφία.



Βιβλιογραφία

Calvo-Platero, Daniele. Ο γλυπτικός χώρος του Γιαννούλη Χαλεπά, Μτφρ. Καίτη Χατζηδήμου – Ιουλιέττα Ράλλη, Αθήνα, Εκδόσεις Χατζηνικολή, 1979 (α΄ έκδοση: Παρίσι, Nanterre, 1978).

Γαρταγάνης, Ρήγας. Μεγάλες Νεοελληνικές Μορφές. Γιαννούλης Χαλεπάς, Αθήνα, Ο Κεραμεύς, 1957.

Γιοφύλλης, Φώτος. Ιστορία της νεοελληνικής τέχνης (ζωγραφικής, γλυπτικής, χαρακτικής και διακοσμητικής) 1821-1941, τόμος Α΄-Β΄, Αθήνα, Το ελληνικό βιβλίο, 1962.

Γουλάκη-Βουτυρά, Αλεξάνδρα – Ζερβού, Άρτεμις (επιμέλεια). Γιαννούλης Χαλεπάς, 6 Φεβρουαρίου-30 Ιουνίου 2007, Αθήνα, Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, Εθνική Γλυπτοθήκη, 2007.

Δούκας, Στρατής. Γιαννούλης Χαλεπάς. Νέα βιογραφικά (ανέκδοτες πληροφορίες του αδελφού του Νικολάου Ι. Χαλεπά), Αθήνα, χ.ε., 1952.

Δούκας, Στρατής. Γιαννούλης Ιωάννου Χαλεπάς, εν Αθήναις, Αδελφότης Τηνίων, 1962.

Δούκας, Στρατής. Υποθέσεις και λύσεις πάνω σε προβλήματα της ζωής και του έργου του Γιαννούλη Χαλεπά, Αθήνα, εκδόσεις «Κέδρος», 1970.

Δούκας, Στρατής. Γιαννούλης Χαλεπάς, Αθήνα, Κέδρος, 19782 (α΄ έκδοση: Αθήνα, Κέδρος, 1951).

Δούκας, Στρατής. Ο βίος ενός αγίου. Γιαννούλης Χαλεπάς, Αθήνα, Εκδόσεις Ερίννη, 2002β (α΄ έκδοση: περ. Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη, 1967).

Ζιώγας, Ηλίας. Νεοέλληνες καλλιτέχνες. Γιαννούλης Χαλεπάς. Ερμηνεία και τοποθέτηση του έργου του, Αθήναι, Εκδόσεις Γ. Λουκάτου, 1941.

Θωμόπουλος, Θωμάς. «Ο γλύπτης Γιαννούλης Χαλεπάς». Το ελληνικόν έτος. Ημερολόγιον της ενώσεως Συντακτών Αθηναϊκών εφημερίδων, Αθήνα, 1930, σ.49-67.

Καιροφύλλας, Γιάννης. Αυτοί οι ωραίοι τρελοί, Αθήνα, Εκδόσεις Φιλιππότη, 2002β (α΄ έκδοση: χ.ε., χ.χ.).

Καλλιγάς, Μαρίνος. Γιαννούλης Χαλεπάς. Η ζωή και το έργο του, Αθήναι, Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, 1972.

Κομίνη-Διαλέτη, Δ. (συντονισμός έκδοσης), Ματθιόπουλος, Ε. (επιστημονική επιμέλεια). Λεξικό Ελλήνων καλλιτεχνών. Ζωγράφοι-Γλύπτες-Χαράκτες, 16ος-20ός αιώνας, τόμος 4, Αθήνα, Εκδοτικός Οίκος «Μέλισσα», 2000.

Κοντελιέρης Μιχαήλ. Γιαννούλης Χαλεπάς, Αθήνα, Εκδόσεις Ερίννη, 2006 (α΄ έκδοση: Αθήναι, χ.ε., 1977).

Λαμπράκη-Πλάκα, Μαρίνα – Γιαννουδάκη, Τώνια (επιμέλεια). Εθνική Γλυπτοθήκη. Μόνιμη Συλλογή, Αθήνα, Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, 2006.

Λυδάκης, Στέλιος. Οι Έλληνες γλύπτες. Η νεοελληνική γλυπτική. Ιστορία–τυπολογία. Λεξικό γλυπτών, τόμος πέμπτος Αθήνα, Εκδοτικός Οίκος «Μέλισσα», 1981.

Μαλέας, Κωνσταντίνος. «Καλλιτεχνική κίνησις: Γιαννούλης Χαλεπάς», εφ. Ελεύθερον Βήμα, 9 Απριλίου 1925.

Μπόλης, Γιάννης.–Παυλόπουλος, Δημήτρης. (επιστημονική επιμέλεια). Γιαννούλης Χαλεπάς. Τραγικότητα και μύθος, Τήνος, Έκπλους, Πανελλήνιον Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου, 2004.

Μυκονιάτης, Ηλίας. Ελληνική τέχνη. Νεοελληνική γλυπτική, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1995.

Ξύδης, Αλέξανδρος. Προτάσεις για την ιστορία της νεοελληνικής τέχνης, Α. Διαμόρφωση–Εξέλιξη, Αθήνα, Ολκός, 1976.

Παναγιωτόπουλος, Βασίλης (συντονισμός-επιμέλεια). Πρόσωπα του 20ού αιώνα. Έλληνες που σημάδεψαν τον 20ό αιώνα, Αθήνα, Τα Νέα, «Νέα Σύνορα», 2000.

Παπαδημητρίου, Γ.Ν. Ταλέντο και τέχνη. Στο φως της σύγχρονης επιστήμης. Γιαννούλης Χαλεπάς, Εισαγωγή Μάρω Βαμβουνάκη, Αθήνα, Εκδόσεις Ερίννη, 2004 (α΄ έκδοση: Αθήναι, χ.ε., 1964).

Παπανικολάου, Μιλτιάδης Μ. Ιστορία της τέχνης στην Ελλάδα. Ζωγραφική και γλυπτική του 20ού αιώνα, τόμος 1, Αθήνα Εκδόσεις ΑΔΑΜ, 1999.

Παπανικολάου, Μιλτιάδης. Ιστορία της τέχνης στην Ελλάδα. 18ος και 19ος αιώνας, τόμος 2, Αθήνα Εκδόσεις ΑΔΑΜ, 2002.

Παπαντωνίου, Ζαχαρίας. «Τα πένθη της τέχνης. Ο μεταλογικός Χαλεπάς», εφ. Ελεύθερον Βήμα, 20 Σεπτεμβρίου 1938.

Προκοπίου, Άγγελος. Ιστορία της τέχνης 1750-1950, τόμος Β΄, Αθήνα, Μ. Πεχλιβανίδης & Σία, 1967.

Σαμουηλίδης, Χρήστος. Γιαννούλης Χαλεπάς. Η τραγική ζωή του μεγάλου καλλιτέχνη, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 2005.

Σπητέρης, Τώνης. Τρεις αιώνες νεοελληνικής τέχνης 1660-1967, τόμος α΄,β΄,γ, Αθήνα, Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος, 1979.

Φιλιππότης, Στρατής Γ. (επιλογή και επιμέλεια κειμένων). Χαλεπάς. Ο κοσμοκαλόγερος καλλιτέχνης από τον Πύργο της Τήνου, Αθήνα, Εκδόσεις Ερίννη, 1999.

Χατζηιωσήφ, Χρήστος (επιστημονική επιμέλεια). Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα. Οι απαρχές 1900-1922, τόμος Α΄, μέρος 2ο, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2003.

Χατζηιωσήφ, Χρήστος (επιστημονική επιμέλεια). Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα. Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940, τόμος Β΄, μέρος 2ο, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2003.

Χρήστου, Χρύσανθος–Κουμβακάλη-Αναστασιάδη, Μυρτώ. Νεοελληνική γλυπτική 1800-1940, Αθήνα, Έκδοση Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος, 1982.

Χρήστου, Χρύσανθος. Ελληνική τέχνη. Ζωγραφική 20ου αιώνα, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1995.

Χριστόπουλος, Γεώργιος–Μπαστιάς, Ιωάννης (διεύθυνση εκδόσεων). Ιστορία του ελληνικού έθνους. Νεώτερος ελληνισμός. Από το 1881 ως το 1913, τόμος ΙΔ΄, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1977.

Χριστόπουλος, Γεώργιος–Μπαστιάς, Ιωάννης (διεύθυνση εκδόσεων). Ιστορία του ελληνικού έθνους. Νεώτερος ελληνισμός. Από το 1913 ως το 1941, τόμος ΙΕ΄, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1978.

Χριστόπουλος, Γεώργιος–Μπαστιάς, Ιωάννης (διεύθυνση εκδόσεων). Ιστορία του ελληνικού έθνους. Σύγχρονος ελληνισμός. Από το 1941 έως το τέλος του αιώνα, τόμος ΙΣΤ΄, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 2000.